- παραξιφίδας
- παραξιφίςknife worn beside the swordfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραξιφίς — ίδος, ἡ, ΜΑ μικρό μαχαίρι το οποίο έφεραν δίπλα στο ξίφος («ξίφη... φοροῡσιν ἔχοντες σπιθαμαίας παραξιφίδας», Διόδ.) αρχ. στον πληθ. Παραξιφίδες τίτλος βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ξίφος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek